Μια μάνα ξεχωριστή, η “Μάνα του Στρατιώτη”
Όπως είναι γνωστό, η δεύτερη Κυριακή του Μαΐου είναι αφιερωμένη στην Μάνα: “Η ημέρα της Μητέρας”.
Νομίζω ότι θα ήταν χρήσιμο να θυμηθούμε μια ιδιαίτερη μάνα, την επονομαζόμενη “Μάνα του Στρατιώτη”. Αλήθεια, πόσοι απ’ αυτούς που έχουν ακούσει τη συγκεκριμένη προσφώνηση, έχουν αναρωτηθεί σε ποιάν αποδίδεται; Και πόσοι την θυμούνται;…
Υποθέτω, πάντως, ότι οι περισσότεροι θυμούνται τον Παύλο Μελά και την θυσία του στο έδαφος της Μακεδονίας, που τον ανέδειξε σε σύμβολο του Μακεδονικού Αγώνα. Ο Παύλος Μελάς, θυμίζω, πέθανε στη Μακεδονία στις 13 Οκτωβρίου 1904. Μόλις τρεις μήνες αργότερα πέθανε και ο αδελφός του Λέων Μελάς, διδάκτορας νομικής και βουλευτής Θεσσαλίας, το 1902, ενεργό μέλος της Εθνικής Εταιρείας και του Μακεδονικού Κομιτάτου [που δεν θα πρέπει να συγχέεται με τον ομώνυμο, επίσης πολιτικό, συγγραφέα του δημοφιλούς μυθιστορήματος “O Γεροστάθης”]. Μάλιστα ο θάνατος του τελευταίου οφείλεται σε μια μικρή, κατ’ αρχάς, μόλυνση που έπαθε στο ταξίδι που έκανε στη Μακεδονία, προκειμένου να αναζητήσει τη σωρό του αδελφού του, η οποία, εξαιτίας της έλλειψης περιθάλψεως, κατέληξε σε σηψαιμία.
Οι δύο αλλεπάλληλοι θάνατοι, όπως είναι φυσικό, προκάλεσαν μεγάλη θλίψη στα μέλη της οικογένειάς τους, μεταξύ των οποίων και στην αδελφή τους, την Άννα, το τέταρτο από τα συνολικώς επτά παιδιά της οικογένειας, η οποία είχε ήδη παντρευτεί τον Απόστολο Παπαδόπουλο. Η περί ής ο λόγος Άννα Μελά – Παπαδοπούλου, λοιπόν, είναι αυτή που επονομάστηκε “Μάνα του Στρατιώτη”, για τον λόγο που ο αναγνώστης θα κατανοήσει στη συνέχεια.
Έχοντας “διδαχθεί” από την μητέρα της να μεριμνά για τον πάσχοντα συνάνθρωπο, αποφασίζει, κατ’ αρχάς, ν’ αφήσει το κτήμα - τσιφλίκι της οικογένειας του συζύγου της, στις Ροβιές Ευβοίας, και να επιστρέψει στην Αθήνα, όπου μπορεί να εκδηλώσει πιο έμπρακτα και ουσιαστικά το φιλανθρωπικό της έργο. Ιδρύει και οργανώνει, κατ’ αρχάς, την γνωστή μας “Πολυκλινική Αθηνών”, κοντά στην Ομόνοια, και το Σωματείο “Η Πρόοδος”, μέσω του οποίου υλοποιεί ποικίλλες δράσεις.
Όταν, όμως, κηρύσσεται ο Α’ Βαλκανικός Πόλεμος, αποφασίζει να κάνει την υπέρβαση: Παρότι τα δύο της παιδιά, η Ελένη και ο Αντώνης (που αργότερα θα παντρευτεί την κόρη της Πηνελόπης Δέλτα, την Αλεξάνδρα), είναι ήδη στην εφηβεία, τα αφήνει στη φροντίδα του πατέρα τους και αυτή κατατάσσεται στο στρατό ως εθελόντρια νοσοκόμα.
Θυμίζω στον αναγνώστη, ότι η δεκαετία 1912-1922 είναι μια δεκαετία πολέμων: Δύο Βαλκανικοί Πόλεμοι, Βορειοηπειρωτικός Αγώνας, Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, Μικρασιατική Εκστρατεία. Η Άννα Μελά – Παπαδοπούλου υπηρετεί σε όλους αυτούς τους πολέμους. Με δράση που αναμφίβολα διαφέρει από τα συνηθισμένα. Δεν είναι “λειτούργημα”, αλλά φθάνει στο επίπεδο της θυσίας!
Δεν περιορίζεται απλώς στο να παρηγορήσει τον πόνο των τραυματισμένων, ίσως δε και ακρωτηριασμένων, στρατιωτών, διαβάζοντάς τους τα γράμματα από τις αγαπημένες τους ή γράφοντας, καθ’ υπαγόρευσή τους, γράμματα προς τις μανάδες τους. Αλλά, για παράδειγμα, παίρνει την πρωτοβουλία, όταν ξεσπάσει η επιδημία χολέρας, να δημιουργήσει έναν ιδιαίτερο καταυλισμό για τους στρατιώτες που έχουν προσβληθεί, μακριά από το στρατόπεδο, και μένει μαζί τους για να τους περιθάλψει. Όταν δε πεθαίνουν οι πρώτοι στρατιώτες από χολέρα, ζητά τσαπί και φτυάρι για να σκάψει η ίδια, με τα χέρια της, τους τάφους τους, και να τους κλάψει, έτσι όπως θα έκανε η ίδια τους η μάνα…
“Μάνα”, λοιπόν, την αποκαλούν οι στρατιώτες, και όχι “αδελφή νοσοκόμα”. Γιατί αυτά που κάνει γι’ αυτούς ξεφεύγουν από τα “καθήκοντά” της: Όταν δεν βοηθά στα χειρουργεία, μετακινείται αδιάκοπα από κρεβάτι σε κρεβάτι, ακούραστη και χωρίς να νοιάζεται για το ωράριο, ταΐζοντας τους τραυματίες στρατιώτες, παρηγορώντας τους, χαϊδεύοντας τους, σαν να ήταν δικά της παιδιά.
Αναφέρεται ότι μετά από μια αιματηρή μάχη, καθώς ένας στρατιώτης είναι ιδιαίτερα βαριά τραυματισμένος για να μετακινηθεί στα μετόπισθεν, αποφασίζει να παραμείνει μια ολόκληρη νύχτα μαζί του, με ό,τι κινδύνους συνεπάγεται αυτό (ακόμα και να επιστρέψουν οι εχθρικές δυνάμεις), για να του δίνει κουράγιο και περιποίηση, μέχρι να έρθουν το επόμενο πρωί οι τραυματιοφορείς για να τον μεταφέρουν.
Για το έργο της και την προσφορά της τιμήθηκε με πολλές διακρίσεις: Είναι η πρώτη γυναίκα που λαμβάνει τον “Σταυρό του Σωτήρος” από τον τότε βασιλιά Κωνσταντίνο, η πρώτη γυναίκα που λαμβάνει το σέρβικο Μετάλλιο του Αγίου Ανδρέα, αλλά και τον Σταυρό της Αυτοκράτειρας Ελισάβετ της Αυστρίας για τις υπηρεσίες της προς τους αυστριακούς αιχμαλώτους των Σέρβων [που κι αυτοί “μάνα” την αποκαλούν!...]. Συνολικά τιμήθηκε με 28 παράσημα και μετάλλια, μεταξύ των οποίων και το “Αργυρούν μετάλλιον αρετής και αυτοθυσίας” της Ακαδημίας Αθηνών.
Κάθε νέα τιμή γίνεται γι’ αυτήν αφορμή για να προσπαθήσει να προσφέρει ακόμα περισσότερα. Μέχρι που, ξαφνικά, με προσωπική διαταγή του διοικητή του ελληνικού στρατού στρατηγού Παπούλια, αποπέμπεται από το μέτωπο της Μικρασιατικής Εκστρατείας, με την κατηγορία της φιλοβενιζελικής προπαγάνδας. Η πίκρα για την αποπομπή αυτή θα την βασανίζει μέχρι το τέλος της ζωής της. Ακόμα κι αν η Μικρασιατική Καταστροφή και το προσφυγικό κύμα που ακολουθεί δεν της αφήνει χρόνο και διάθεση να εκδηλώσει ή να εκφράσει την πίκρα της.
Η μεγάλη της έγνοια είναι, πλέον, η καταπολέμηση της φυματίωσης, από την οποία είχε φθάσει στο σημείο να νοσεί περίπου το 15% του ελληνικού πληθυσμού. Με τη δράση της συνέβαλε τα μέγιστα στην επέκταση του Νοσοκομείου Νοσημάτων Θώρακος «Σωτηρία», με την προσθήκη του περιπτέρου “Πεύκα Ματσούκα”.
Το μεγάλο της όνειρο, όμως, είναι πλέον άλλο: Η δημιουργία ενός σανατορίου. Και το καταφέρνει! Προσεγγίζει κατ’ αρχάς τον Πλαστήρα και εξασφαλίζει την κατάλληλη έκταση. Στη συνέχεια ταξιδεύει η ίδια στην Αμερική και πείθει πλούσιους και μη ομογενείς να τη βοηθήσουν στο εγχείρημά της. Έρανο διενεργεί και στους ομογενείς της Αιγύπτου. Προσεγγίζει την πριγκίπισσα της Ρουμανίας Ελισάβετ, σύζυγο του βασιλιά Γεωργίου Β’. Εκμεταλλεύεται ακόμα και την καλλιτεχνική δημιουργικότητά της: Ζωγραφίζει κανάτια και ποτήρια και τα πουλάει για να συγκεντρώσει χρήματα. Έτσι, τον Αύγουστο του 1930, έπειτα από εξαντλητική της εργασία και δράση, ανοίγει τις πύλες του το “τελειότερο και συστηματικότερο σανατόριο της όλης Ανατολής”, όπως περιγράφεται από τον τύπο της εποχής, ένα τετραώροφο πέτρινο κτήριο, στην Καρφοξυλιά Αρκαδίας, λίγο έξω από τη Βυτίνα.
Μερικά χρόνια αργότερα, στις 12 Φεβρουαρίου 1938, σε ηλικία 67 ετών, η Άννα Μελά – Παπαδοπούλου υποκύπτει από τη φυματίωση, που την είχε προσβάλει από τον χειμώνα του 1935. Την ίδια χρονιά (1938) παύει να λειτουργεί και το σανατόριο που δημιούργησε.
Δεν πέθανε, όμως, ευτυχώς, η επιθυμία και η προσπάθεια πολλών άλλων νοσοκόμων να την μιμηθούν και να συνεχίσουν το έργο της, θυσιαζόμενες για τον συνάνθρωπο. Εύχομαι και ελπίζω να μην πεθάνει και η ανάμνησή της, αλλά να μείνει ζωντανή για να μας παραδειγματίζει…
Υ.Γ.: Κι αν θέλει κάποιος να μάθει περισσότερα, ας μη αρκεστεί σε μια γρήγορη ανάγνωση του σχετικού λήμματος της “Βικιπαίδειας” ή κάποιου άλλου (πρόχειρου ενδεχομένως) άρθρου που θα βρει στο Διαδίκτυο. Θα μπορούσε να διαβάσει το βιβλίο «Η μάννα» της κόρης της Ελένης Μπακοπούλου (εκδόσεις ONRa) ή το ογκωδέστερο «Άννα Μελά – Παπαδοπούλου. Εκεί που δεν πεθαίνουν οι άνθρωποι» του ιατρού Αντώνη Θ. Σταυρίδη (εκδόσεις Μίλητος).
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου